- ἀτιμώρητος
- 2 не отмщённый, не наказанный
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ατιμώρητος — η, ο (AM ἀτιμώρητος, ον) 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάποιο παράπτωμα 2. ο χωρίς εκδίκηση νεοελλ. αυτός που δεν υπόκειται σε τιμωρία, ο μη κολάσιμος μσν. ανώδυνος αρχ. αβοήθητος, ανυπεράσπιστος … Dictionary of Greek
ατιμώρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν τιμωρήθηκε ή που ξεφεύγει την τιμωρία: Κατάφερε να μείνει ατιμώρητος, μόλο που ήταν ανακατεμένος κι εκείνος στην υπόθεση αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτιμώρητος — ἀτῑμώρητος , ἀτιμώρητος unavenged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροΐξομαι — και αττ. τ. καταπροίξομαι (Α) (πάντοτε με άρνηση μέλλ. που απαντά σε δοκίμ. συγγρ. ο αόρ. καταπροΐξασθαι μόνο στον Πλούτ.) πράττω κάτι κακό χωρίς ποινή, χωρίς εκδίκηση, μένω ατιμώρητος, ανεκδίκητος, διαφεύγω την τιμωρία («οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε… … Dictionary of Greek
ἀτιμωρήτως — ἀτῑμωρήτως , ἀτιμώρητος unavenged adverbial ἀτῑμωρήτως , ἀτιμώρητος unavenged masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμώρητον — ἀτῑμώρητον , ἀτιμώρητος unavenged masc/fem acc sg ἀτῑμώρητον , ἀτιμώρητος unavenged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζήμιος — α, ο (Α ἀζήμιος, ον) [ζημία] 1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά ή βλάβη, ο άβλαβος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ζημιά ή βλάβη, ο αβλαβής αρχ. 1. ο απαλλαγμένος από χρηματικό πρόστιμο, αυτός που δεν τιμωρήθηκε στο δικαστήριο με πρόστιμο 2. που δεν… … Dictionary of Greek
αθώος — α, ο (Α ἀθῷος, ον, και ῷος, α, ον) 1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος 2. ο ανεύθυνος για κάτι νεοελλ. αγαθός, αφελής, απονήρευτος αρχ. 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος 2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν… … Dictionary of Greek
ανεκδίκητος — η, ο (Α ἀνεκδίκητος, ον) 1. εκείνος που έμεινε ατιμώρητος, που δεν τον εκδικήθηκε κανείς 2. εκείνος που δεν εκδικήθηκε, δεν πήρε εκδίκηση … Dictionary of Greek
ανεπιτίμητος — ἀνεπιτίμητος, ον (Α) εκείνος που δεν μπορεί κανείς να επιτιμήσει, να επιπλήξει 2. που δεν τιμωρήθηκε, ατιμώρητος … Dictionary of Greek
απαθής — (AM ἀπαθής, οῡς, ές) [πάθος] ο χωρίς πάθος, ο ατάραχος αρχ. μσν. αβλαβής, υγιής αρχ. 1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ. «ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.) 2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς… … Dictionary of Greek